λύγος — agnus castus fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύγος — (I) ο, η (Α λύγος, ἡ και ὁ) 1. η λυγαριά 2. (κυρίως στον πληθ.) κλαδιά λυγαριάς ή άλλου δέντρου, κατάλληλα συνήθως για πλέξιμο καλαθιού («συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. κάθε ράβδος ακόμη και μετάλλινη («καθῆστο μέντοι λύγον… … Dictionary of Greek
Разум — (Λυγος, ratio). Кроме значения Р. как особого вида мыслительной деятельности по соотношению с рассудком (см. Рассудок разум), под Р. в более широком смысле понимается существенная для человека, как такого, способность мыслить всеобщее в отличие… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
αιμόφλυξ — ( λυγος), ο αυτός που είναι γεμάτος αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα + φλυξ < φλύω «βράζω, ξεσπώ» η λ. πλάστηκε από τον Δανιήλ Φιλιππίδη αναλογικά προς τη λ. οινόφλυξ] … Dictionary of Greek
λύγοι — λύγος agnus castus fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύγοις — λύγος agnus castus fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύγοισι — λύγος agnus castus fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύγοισιν — λύγος agnus castus fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύγον — λύγος agnus castus fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύγου — λύγος agnus castus fem gen sg λυγόω tie fast pres imperat act 2nd sg λυγόω tie fast imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύγους — λύγος agnus castus fem acc pl λυγόω tie fast imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)